- φυλλοφάγος
- -α, -οαυτός που τρέφεται κυρίως με φύλλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυλλοφάγος — ο, Ν 1. (για ζώα, ιδίως έντομα) αυτός που τρέφεται με φύλλα 2. το αρσ. ως ουσ. ο φυλλοφάγος ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας σκαραβεΐδες τής υπόταξης πολυφάγα, τα οποία προσβάλλουν διάφορα φυλλοβόλα δένδρα και κατατρώγουν τα φύλλα… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek